- σταυροπάτης
- ο, ΝΜαυτός που πατάει τον σταυρό, ασεβής, αντίχριστοςνεοελλ.ζωοκλέφτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -πάτης (< πατῶ), πρβλ. ὁμηρο-πάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταυροπατία — ἡ, Μ [σταυροπάτης] η καταπάτηση τού σταυρού, η αρνησιθρησκία … Dictionary of Greek
σταυροπατώ — έω, Μ [σταυροπάτης] καταπατώ τον σταυρό, ασεβώ … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek